μισθαρνία — μισθαρνίᾱ , μισθαρνία wage earning fem nom/voc/acc dual μισθαρνίᾱ , μισθαρνία wage earning fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισθαρνίᾳ — μισθαρνίαι , μισθαρνία wage earning fem nom/voc pl μισθαρνίᾱͅ , μισθαρνία wage earning fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισθαρνίας — μισθαρνίᾱς , μισθαρνία wage earning fem acc pl μισθαρνίᾱς , μισθαρνία wage earning fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισθαρνίαν — μισθαρνίᾱν , μισθαρνία wage earning fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισθαρνιῶν — μισθαρνία wage earning fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισθαρνίαις — μισθαρνία wage earning fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Меновая торговля — • Μεταβλητική, вообще всякая обмена товаров, денег и работы, т. е. ε̉μπορία, τοκισμός, μισθαρνία … Реальный словарь классических древностей
μισθαρνητικός — μισθαρνητικός, ή, όν (Α) [μισθαρνώ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μισθαρνία, ο μισθοφορικός 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ μισθαρνητική επάγγελμα που αποφέρει μισθό 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ μισθαρνητικόν το να λαμβάνει κανείς μισθό, η λήψη μισθού … Dictionary of Greek
μισθαρνικός — ή, ο (Α μισθαρνικός, ή, όν) [μίσθαρνος] αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει στη μισθαρνία ή στον μίσθαρνο, αυτός που γίνεται με μισθό («μισθαρνική εργασία») … Dictionary of Greek